δοῦπος

δοῦπος
δοῦπος, ,
A any dead, heavy sound, thud,

δ. ἀκόντων Il.11.364

, 16.361;

δ. ὀρώρει πύργων βαλλομένων 9.573

, cf. 12.289; of the distant din of battle, 16.635; of the sound of footsteps, 10.354, Od.16.10; of the measured tread of infantry, Il.23.234, Hes.Th.70; ὅμαδον καὶ δ., of a multitude, Od.10.556; of the roar of the sea dashing against rocks or of a distant torrent, 5.401, Il.4.455.—Rare in Trag.,

δ. μαράγνης A.Ch.376

(lyr.); χερόπλακτοι δ' ἐν στέρνοισι πεσοῦνται δοῦποι the loud beating of breasts, S.Aj.634, cf. E.Ba.513; ἀκούομεν πυλῶν δ. the noise of opening gates, Id.Ion 516. Rare in Prose, Th. 3.22 (v.l. ψόφον)

; θόρυβος καὶ δ. X.An.2.2.19

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δοῦπος — any dead masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δούπος — ο (AM δούπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος, γδούπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δούπος φέρει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *deup και το παράγωγο ρήμα δουπώ είναι επιτατικός σχηματισμός (πρβλ. βρομώ βρόμος). Συνδέεται πιθ. με βαλτοσλαβικές λέξεις, πρβλ. λεττ …   Dictionary of Greek

  • δοῦποι — δοῦπος any dead masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοῦπον — δοῦπος any dead masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μενέδουπος — μενέδουπος, ον (Α) αυτός που υπομένει καρτερικά τον θόρυβο τής μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεν (βλ. μένω) + δοῡπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί δουπος, ασπιδό δουπος)] …   Dictionary of Greek

  • μετάδουπος — μετάδουπος, ον (Α) αυτός που παρεμπίπτει στην τύχη, στα τυφλά, που συμβαίνει τυχαία, ο αδιάφορος («αἵδε μὲν ἡμέραι εἰσὶν ἐπιχθονίοις μέγ ὀνειαρ, αἱ δ ἄλλαι μετάδουποι, ἀκήριοι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. αρμασί… …   Dictionary of Greek

  • γδούπος — ο (AM γδοῡπος) βαρύς, υπόκωφος χτύπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. τού δούπος*. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε γδουπος έναντι εκείνων… …   Dictionary of Greek

  • μονόδουπος — μονόδουπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο ήχο ή αυτός που ηχεί ομοιόμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * δοῦπος «γδούπος, ήχος» (πρβλ. οξύ δουπος)] …   Dictionary of Greek

  • ομόδουπος — ὁμόδουπος, ον (Α) αυτός που ηχεί συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δοῦπος «βαρύς κτύπος, γδούπος» (πρβλ. μονό δουπος)] …   Dictionary of Greek

  • οξύδουπος — ὀξύδουπος, ον (Α) αυτός που παράγει οξύ γδούπο («κύμβαλ ὀξύδουπα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. βαρύ δουπος)] …   Dictionary of Greek

  • οπλόδουπος — ὁπλόδουπος, ον (Α) αυτός που προκαλεί κρότο με όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. ασπιδό δουπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”